- σταντζιέρα
- η, Νναυτ. βλ. σκαντζιέρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκαντζιέρα — και σταντζιέρα, η, Ν ναυτ. η προτονίδα … Dictionary of Greek
σταντζαβέλα — η, Ν ναυτ. μεγάλη σταντζιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ιταλ. προέλευσης] … Dictionary of Greek